διαβολίζω

διαβολίζω
μετ. приводить в ярость, бесить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διαβολίζω" в других словарях:

  • διαβολίζω — 1. πειράζω υπερβολικά κάποιον, εξερεθίζω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαβολισμένος, η, ο εξοργισμένος υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • διαβολισμένος — η, ο βλ. διαβολίζω …   Dictionary of Greek

  • διαβόλισμα — το [διαβολίζω] η ενόχληση, το πείραγμα, η εξερέθιση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»